μικρολόγος

μικρολόγος
μῑκρολόγος , μικρολόγος
counting trifles
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μικρολόγος — ο (Α μικρολόγος και σμικρολόγος ον) 1. αυτός που μιλάει ή φροντίζει για ασήμαντα πράγματα 2. αυτός που δίνει προσοχή σε ασήμαντες λεπτομέρειες, σχολαστικός αρχ. 1. αυτός που φροντίζει για μικρές δαπάνες, φειδωλός, τσιγγούνης 2. μικροπρεπής. επίρρ …   Dictionary of Greek

  • μικρολόγος — ο, η αυτός που ασχολείται με μικρά και ανάξια λόγου πράγματα, ο γκρινιάρης, ο μικροπρεπής: Είναι μικρολόγος και χάνει το χρόνο του σε ασήμαντα πράγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικρολογώτερον — μῑκρολογώτερον , μικρολόγος counting trifles masc acc comp sg μῑκρολογώτερον , μικρολόγος counting trifles neut nom/voc/acc comp sg μῑκρολογώτερον , μικρολόγος counting trifles adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίμβιξ — κίμβιξ, ικος, ὁ (Α) 1. φιλάργυρος, τσιγγούνης 2. αυτός που ενδιαφέρεται για μηδαμινά πράγματα, ο μικρολόγος 3. μτφ. (για συγγραφέα) αυτός που αρέσκεται σε ασήμαντες λεπτομέρειες, ο λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής αρχ. καθημερινής ομιλίας,… …   Dictionary of Greek

  • μικρολόγον — μῑκρολόγον , μικρολόγος counting trifles masc/fem acc sg μῑκρολόγον , μικρολόγος counting trifles neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρολόγως — μῑκρολόγως , μικρολόγος counting trifles adverbial μῑκρολόγως , μικρολόγος counting trifles masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμικρολόγον — σμῑκρολόγον , μικρολόγος counting trifles masc/fem acc sg σμῑκρολόγον , μικρολόγος counting trifles neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμικρολόγως — σμῑκρολόγως , μικρολόγος counting trifles adverbial σμῑκρολόγως , μικρολόγος counting trifles masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • ακανθολόγος — ον (Μ ἀκανθολόγος) 1. αυτός που μαζεύει αγκάθια 2. μτφ. ο μικρολόγος συζητητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + λόγος < λέγω «συλλέγω». ΠΑΡ. νεοελλ. ακανθολογώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”